- διχρονίτικος
- -η, -οο ηλικίας ή διάρκειας δύο ετών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίενος — δίενος, ον (Α) ο δύο ετών, διχρονίτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι + ένος «έτος»] … Dictionary of Greek
δίχρονος — η, ο (AM δίχρονος, ον) γραμμ. (για τα φωνήεντα α, ι, υ) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, άλλοτε μακρόχρονο κι άλλοτε βραχύχρονο νεοελλ. 1. (μετρ.) συλλαβή στον στίχο που θεωρείται άλλοτε μακρόχρονη κι άλλοτε βραχύχρονη 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
διχρονίτης — (θηλ. ίτισσα) διχρονίτικος* … Dictionary of Greek